- τύξις
- τύξις, εως, ἡ,A artifice,
Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272
(Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272
(Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύξις — εως, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις* 2. τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τεῦξις*, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τεύχω (πρβλ. τυκ τός)] … Dictionary of Greek
τύξιν — τύξις artifice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)